Η περιπέτεια της κάμπιας
Η περιπέτεια της κάμπιας
Ζωή είναι αυτή; είπε με αγανάκτηση η κάμπια καθώς σερνόταν πάνω σε μια λαχανίδα. Θα προτιμούσα να
ήμουν σαν εκείνον το σπουργίτη που πετάει ελεύθερα από κλαδί σε κλαδί.
- Κάμε κουράγιο, της είπε ο σπουργίτης που την άκουσε πάνω απ' τη μηλιά. Κι εγώ κάποτε ήμουν μέσα στο τσόφλι του αυγού και νόμιζα ότι εκεί θα τελείωνε η ζωή μου. Όμως ήρθε η ώρα που το έσπασα με το ράμφος μου και βγήκα από τη φυλακή μου. Όταν ήμουν μικρός, η μητέρα μου με προφύλαξε μέσα στη φωλίτσα, και μου δίδαξε πώς να χρησιμοποιώ τα φτερά μου. Και μια μέρα ο Δημιουργός μου με έκανε ικανό να πετώ.
- Εγώ όμως δεν έχω φτερούγες να πετάξω, είπε η κάμπια παραπονεμένη. Κάμπια γεννήθηκα και κάμπια θα πεθάνω.
- Μην απελπίζεσαι.
- Πίστεψέ με, μια μέρα ο Δημιουργός
Θα σου δώσει φτερά και θα γίνεις μια όμορφη πεταλούδα.
- Τι είπες, εγώ πεταλούδα; Σίγουρα αστειεύεσαι.
- Ναι, εσύ. Γιατί έχω δει και άλλες κάμπιες σαν κι εσένα που έγιναν πολύχρωμες πεταλούδες. Ίσως το Πάσχα σου δώσει ο Δημιουργός φτερά.
- Πάσχα! Και τι είναι αυτό; θέλησε να μάθει η κάμπια.
- Κάθε άνοιξη χιλιάδες άνθρωποι γιορτάζουν το Πάσχα. Τις προάλλες άκουσα τον κυρ-Νίκο, τον κηπουρό, που έλεγε στο γιο του, τον Τάσο ότι το Πάσχα αναστήθηκε ο Γιος του Θεού ο Χριστός και Αυτός δίνει καινούργια ζωή σ' όσους τον πιστέψουν. Ίσως, φίλε μου, κι εσύ τότε αποκτήσεις τα φτερά σου.
Εκείνο το απόγευμα ο κυρ-Νίκος βγήκε στον κήπο να δουλέψει. Ο Τάσος τον ακολούθησε.
- Πατέρα, πατέρα! Έλα να δεις ένα παράξενο σκουλήκι.
- Αλίμονο μου. Τώρα που μ' ανακάλυψαν, θα με σκοτώσουν και πού είναι τα φτερά μου να πετάξω κυρ-σπουργίτη; σκέφτηκε και κουλουριάστηκε η κάμπια.
- Μην την πειράξεις, Τάσο και θα δεις το θαύμα που ο Θεός θα κάνει, είπε ο κυρ-Νίκος και με προσοχή έκοψε το λαχανόφυλλο, άνοιξε το θερμοκήπιο και τοποθέτησε την κουλουριασμένη κάμπια κάτω από το τζάμι.
- Εδώ που με κλείσανε, σίγουρα θα πεθάνω. Αν μπορούσα να κοιμηθώ βαθιά και να μην καταλάβω τίποτα, είπε η κάμπια θλιμμένη.
Ύστερα από μερικές μέρες ο Τάσος πήγε να δει την κάμπια. Το λαχανόφυλλο ήταν τρυπημένο σε πολλές μεριές. Η κάμπια όμως έλειπε. Πρόσεξε πάνω στο έδαφος μια παράξενη μπαλίτσα. Ο πατέρας του εξήγησε πως αυτό ήταν το κουκούλι που έφτιαξε η κάμπια, μέσα στο οποίο κοιμόταν, ώσπου ο Θεός να την μεταμορφώσει σε μια όμορφη πεταλούδα. Ο Τάσος και ο πατέρας καθημερινά παρατηρούσαν το κουκούλι και περίμεναν.
Ξημέρωσε Πάσχα. Πριν ο Τάσος πάει στην Εκκλησία με τους γονείς του, έτρεξε πρώτα στο θερμοκήπιο.
- Πατέρα, πατέρα!. Έλα να δεις μια πανέμορφη πεταλούδα μέσα στο θερμοκήπιο.
Πράγματι, ο πατέρας είδε το κουκούλι αδειανό και την πεταλούδα να φτερουγίζει περιμένοντας την ελευθερία της. Έμειναν οι δυο για λίγο αμίλητοι θαυμάζοντας την εντυπωσιακή μεταμόρφωση της άσχημης κάμπιας σε μια πολύχρωμη πεταλούδα.
Κατόπιν ο πατέρας πήρε την πεταλούδα και με προσοχή την τοποθέτησε πάνω στο χέρι του Τάσου.
- Το θαύμα αυτής της μεταμόρφωσης μονάχα ο Θεός μπορεί να το κάνει, είπε και ευχαρίστησε τον Θεό για το Πασχαλινό μάθημα που του έδωσε. Και πρόσθεσε:
- Γιε μου, όπως ο Θεός μεταμόρφωσε την άσχημη κάμπια σ' ένα αριστούργημα της δημιουργίας, το ίδιο υπόσχεται να κάνει και στη ζωή αυτών που Τον πιστεύουν.
Έτσι, η πεταλούδα, το λαμπερό κείνο Πασχαλινό πρωινό, άπλωσε τα βελούδινα φτερά της και πέταξε προς την ελευθερία της. Ο σπουργίτης, που όλο αυτό το διάστημα παρατηρούσε σιωπηλά την περιπέτεια της κάμπιας, μόλις την είδε να πετά, ξέσπασε σ' ένα δυνατό κελάηδισμα δοξολογίας προς τον ουράνιο Πατέρα και Δημιουργό.
Παιδιά μου, όπως το πουλί βγήκε μέσα απ' το αυγό και η πεταλούδα μέσα από το κουκούλι, έτσι και ο Χριστός βγήκε ζωντανός μέσα από τον τάφο. Το ίδιο μια μέρα θα κάνει και με τα παιδιά του. Ο Απόστολος Ιωάννης γράφει: "Αγαπητοί μου, τώρα είμαστε παιδιά του Θεού. Τι πρόκειται να γίνουμε στο μέλλον, δεν έχει ακόμα φανερωθεί. Ξέρουμε όμως όταν ο Χριστός φανερωθεί στην Δευτέρα Παρουσία Του, Θα γίνουμε όμοιοι μ' αυτόν, γιατί θα Τον δούμε όπως πραγματικά είναι" (Α' Ιωάννου 3:2).